Του Chris Farrell
Μπορεί να είναι το πιο διάσημο δείπνο στην οικονομική ιστορία. Το Δεκέμβριο του 1974, ο Arthur Laffer, καθηγητής τότε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, παρευρέθη σε δείπνο στο ρεστοράν «Δύο Ήπειροι» της Ουάσινγκτον, D.C., με τον Donald Rumsfeld, υπεύθυνο του πολιτικού γραφείου του Προέδρου Ford, τον Dick Cheney, αναπληρωτή του Rumsfeld και τον Jude Wanniski, συνεργάτη της The Wall Street Journal. Σύμφωνα με τον Wanniski, ο Laffer πήρε μία χαρτοπετσέτα κι ένα στυλό και σχεδίασε την καμπύλη Laffer, αναπαριστώντας τη σχέση μεταξύ φορολογικών συντελεστών και φορολογικών εσόδων. Λίγα χρόνια αργότερα η θεωρία που βασίζεται στις φοροελαφρύνσεις, γνωστή ως Οικονομικά της Προσφοράς, θα θεμελίωνε την οικονομική πολιτική της προεδρίας του Ronald Reagan.
Η πιο καλή «μαθήτρια» των οικονομικών της προσφοράς διεθνώς ήταν η Ιρλανδία. Η νησιωτική χώρα για δεκαετίες αποτελούσε την ευρωπαϊκή εξορία. Ένα φτωχό, καταπιεσμένο έθνος, γνωστό μόνο για τα εκατομύρια των μεταναστών του και τη μαύρη μπύρα. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1980 και 1990, η Ιρλανδία άρχισε να μειώνει τη φορολογία της, και τη δεκαετία του 1990 και 2000 αναπτυσσόταν με εντυπωσιακό ρυθμό. Ο ανώτατος οριακός φορολογικός συντελεστής εισοδήματος έπεσε από 65% το 1984 στο 42% το 2000. Μάλιστα, ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις μειώθηκε σταδιακά από 50%το 1986 στο 12,5% το 2003. Η Ιρλανδία είχε να επιδείξει μέσο ρυθμό ανάπτυξης μεγαλύτερο του 7% κάθε έτος από το 1997 έως το 2007, ο ταχύτερος ρυθμός μεταξύ των 30 κρατών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Η Ιρλανδία ήταν η Κέλτικη Τίγρης και όλοι μιλούσαν για το Ιρλανδικό θαύμα.
Την εποχή που ο σημερινός υπουργός Οικονομίας του Η.Β., George Osborne, ήταν ακόμα βουλευτής της κομητείας του Tatton και υψηλόβαθμο στέλεχος της αντιπολίτευσης, είχε γράψει ένα άρθρο στους Times of London το 2006, όπου καλούσε τη Βρετανία να πάρει μαθήματα οικονομίας από την Ιρλανδία. «Στη Βρετανία, η Αριστερά μάς έχει εγκλωβίσει σε ένα ψευδοδίλημμα», έγραφε. «Μας λένε πως πρέπει να διαλέξουμε τι θέλουμε να έχουμε: λιγότερους φόρους ή δημόσιες υπηρεσίες; Η Ιρλανδία όμως τα προηγούμενα δέκα χρόνια διπλασίασε τον προϋπολογισμό των δημοσίων υπηρεσιών, ενώ ταυτόχρονα μείωνε τους φόρους και περιόριζε το μερίδιο του κράτους στο εθνικό εισόδημα». Δύο χρόνια αργότερα, οι υποστηρικτές των Οικονομικών της Προσφοράς, Arthur B. Laffer, Stephen Moore, και Peter J. Tanous έγραφαν στο βιβλίο τους The End of Prosperity: How Higher Taxes Will Doom the Economy—If We Let It Happen: «Η πιο επιτυχημένη περίπτωση Οικονομικών της Προσφοράς των πρόσφατων χρόνων (εκτός της Επανάστασης Ρήγκαν) είναι το Ιρλανδικό Οικονομικό Θαύμα».
Μήπως να το ξανασκεφτούμε;
Ουπς. Σήμερα πλέον, κάθε μέλος της παγκόσμιας οικονομίας γνωρίζει ότι η Κελτική Τίγρης έπαψε να βρυχάται και το Ιρλανδικό Θαύμα δεν είναι πλέον παρά μόνο μια ανάμνηση. Το πείραμα της Ιρλανδίας κατέληξε σε οικονομικό όλεθρο, με το κρατικό έλλειμμα το 2010 -συμπεριλαμβανομένου και του κόστους για τη διάσωση των τραπεζών της- να φτάνει το 32% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Brian Cowen βρίσκεται στις επάλξεις, διαπραγματευόμενη τους όρους της οικονομικής στήριξης της χώρας από την Ευρωπαική Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Οι προεκτάσεις του Ιρλανδικού ζητήματος όμως είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτήν καθ’ αυτή τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα. Η Ιρλανδία θα πρέπει να σηματοδοτεί το τέλος της θεωρίας «καλωσορίζουμε κάθε μείωση φόρου» και «η αγορά θα φροντίσει για τα υπόλοιπα» της οικονομίας προσφοράς που άρχισε να επικρατεί στην πολιτική ζωή κατά τη δεκαετία του 1970. Το παράδειγμα της Ιρλανδίας αποτελεί επίσης μία προειδοποίηση για τα μέλη του Κογκρέσου που πιστεύουν ότι οι μειώσεις των φόρων και η απελευθέρωση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών είναι ο δρόμος της επιστροφής στην ευημερία.
Ναι, είναι γεγονός ότι η λογική πίσω από την οικονομία της προσφοράς είναι απλή και πειστική. Χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές δίνουν σε επιχειρηματίες, διοίκηση και εργαζόμενους το κίνητρο για ανάπτυξη, επενδύσεις και περισσότερες ώρες εργασίας αυξάνοντας το μετά φόρων συντελεστή απόδοσης. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, η οικονομία επωφελούταν και από τη μικρή γεωγραφική απόσταση από το Η.Β. και την Ευρώπη, εφόσον έκανε τη χαμηλή φορολογία προσβάσιμη, άρα ακόμα πιο ελκυστική, για τα ξένα κεφάλαια. «Όλοι μπορούν να διακρίνουν τα προνόμια που προκύπτουν από τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές», λέει ο Daniel Shaviro, καθηγητής φορολογίας της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Ο καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, Varadarajan V. Chari, συμπληρώνει: «Μια εξαιρετικά ευνοϊκή φορολογική πολιτική μπορεί να προσελκύσει μεγάλο όγκο κεφαλαίων ανάλογα με το μέγεθος της χώρας».
Τα οφέλη όμως δεν προέκυψαν μόνο από τη μετατροπή της χώρας σε φορολογικό παράδεισο της οικονομίας της προσφοράς. Η Ιρλανδία επένδυσε υψηλό ποσοστό του προϋπολογισμού της ώστε να αναδείξει το εκπαιδευτικό της σύστημα ως ένα από τα καλύτερα του κόσμου. Η θέσπιση νόμων περί πνευματικής ιδιοκτησίας και η παροχή κινήτρων για έρευνα και ανάπτυξη οδήγησαν στην προώθηση τεχνολογικών καινοτομιών. Αντίστοιχα, αν και οι οπαδοί της θεωρίας των οικονομικών της προσφοράς πλέκουν το εγκώμιο της κυβέρνησης Ρήγκαν για τις φοροελαρύνσεις, η αποτελεσματικότητά της έχει υπερεκτιμηθεί (άλλωστε ο Ρήγκαν αύξησε τους φόρους το 1982, ’83 και ‘84). Πολύ μεγαλύτερο ρόλο έπαιξε ο Paul Volcker και η σκληρή νομισματική πολιτική του που έθεσε σε κίνηση έναν 30ετή κύκλο αντιπληθωρισμού. Εξίσου σημαντικός υπήρξε και ο ρόλος των Michael Milken, Henry Kravis, T. Boone Pickens, και άλλων οικονομικών τυχοδιωκτών της εποχής. Την τιμητική της είχε και η τεχνολογική καινοτομία, αφού οι αμερικανικές επιχειρήσεις επεφύλαξαν θερμή υποδοχή στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τη δεκαετία του ’80 αλλά και στο ίντερνετ την δεκαετία του ’90.
Δίκοπο μαχαίρι
Το πρόβλημα είναι, ότι τα φορολογικά κίνητρα μπορεί να φέρουν και αντίθετα αποτελέσματα. «Απέτυχαν εκεί όπου απέτυχαν και οι Αμερικανοί και οι Εγγλέζοι», λέει οι Jacob Funk Kirkegaard, ερευνητής του Peterson Institute for International Economics της Ουάσιγκτον, D.C. «Πιστεύουν ότι η αγορά θα φρόντιζε από μόνη της τον εαυτό της αλλά αυτό δεν γίνεται». Το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις τράπεζες δεν ήταν επαρκές». Ο Chari συμπληρώνει: «Οι οπαδοί των οικονομικών της προσφοράς δικαίως δίνουν έμφαση στα κίνητρα, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί δεν βλέπουν ότι η αντίδραση της κοινωνίας είναι κάθε άλλο παρά προβλέψιμη».
Είναι σίγουρο ότι αυτό ακριβώς συνέβη και με την Ιρλανδία. Οι ρυθμιστικές αρχές ήταν απούσες την εποχή της φούσκας των ακινήτων. Παραδοσιακά, η ιρλανδική Κεντρική Τράπεζα ήταν εξαρτημένη από την κυβέρνηση και μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη εφησύχασε, ασχολούμενη κυρίως με τη συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων και την έκδοση νομίσματος, σύμφωνα με τον Morgan Kelly, οικονομολόγο του University College στο Δουβλίνο. Ο τραπεζικός τομέας από την άλλη κρατούσε όμηρο την κυβέρνηση. Ο Kelly σημειώνει ότι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες γνώριζαν ο ένας τον άλλο πολύ καλά σε ένα μικρό έθνος όπως η Ιρλανδία. Η έκρηξη της αγοράς απασχόλησης που πυροδοτήθηκε από τον τραπεζικό δανεισμό -ιδιαίτερα στον κατασκευαστικό τομέα - δημιούργησε μία «φυσική ταύτιση συμφερόντων μεταξύ πολιτικών, κατασκευαστών και τραπεζών», γράφει στο άρθρο του.
Όταν το ζητούμενο είναι η προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης, δεν υπάρχουν απλές συνταγές (ρωτείστε γι’ αυτό την κυβέρνηση Ομπάμα). just ask the Obama Administration). Τα φορολογικά κίνητρα είναι σημαντικά. Αλλά η οικονομία της προσφοράς έχει καταντήσει πλέον ένα σλόγκαν που επαναλαμβάνεται, σύμφωνα με το οποίο για να κρατηθεί ζωντανή η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να τροφοδοτείται συνεχώς με νέες μειώσεις φόρων. Δεν υπάρχει όμως δωρεάν γεύμα. Οι φοροελαφρύνσεις σε συνδυασμό με έναν αποδιοργανωμένο οικονομικό δημόσιο τομέα είναι η συνταγή για την καταστροφή. Η Ιρλανδία πληρώνει το τίμημα. Ας ελπίσουμε μόνο ότι το Κογκρέσο έχει στο μυαλό του την Ιρλανδία όταν συζητά την οικονομική πολιτική.
Ο Farrell είναι συνεργαζόμενος οικονομικός συντακτης του BusinessWeek. Μπορείτε επίσης να τον ακούσετε στην ραδιοφωνική του οικονομική εκπομπή, Marketplace Money, καθώς και στην επιχειρηματική εκπομπή της δημόσιας ραδιοφωνίας. Η στήλη του, Sound Money, δημοσιεύεται στo BusinessWeek.com.